-
1 λωβη
дор. λώβα ἥ1) оскорбление, бесчестие(λώβην λωβᾶσθαί τινα Hom.)
λώβην ἀποδοῦναι и τῖσαι Hom. — поплатиться за нанесение обиды2) позор3) мучение, истязание(παντοδαπὰς λώβας λωβηθείς Plat.)
4) обезображение, увечье Her., Soph.5) гибель, крушение(λ. καὴ διαφθορά Plat.)
6) перен. ослепление, безумие7) перен. бич, язва, проклятиеποιητῶν λῶβαι Anth. ирон. — (о грамматиках) проклятие поэтов
См. также в других словарях:
λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
επόψιος — ἐπόψιος, ον και ος, α, ον (Α) [έποψη] 1. ορατός, φανερός 2. περίφημος 3. αξιοκαταφρόνητος («οὕτω λώβην τ’ ἔμεναι καὶ ἐπόψιον ἄλλων», Ομ. Ιλ.). 4. (για θεούς) επόπτης («θεοὶ τ’ ἐπόψιοι, τίσασθε», Σοφ.) … Dictionary of Greek